- εύμαλος
- εὔμαλος, -ον (Α)δωρ. τ. τού εύμηλος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εύμηλος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Άδμητου και της Άλκηστης. Πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία επικεφαλής έντεκα θεσσαλικών πλοίων. Φημιζόταν για τα άλογά του, που, σύμφωνα με τον μύθο, τα είχε βοσκήσει ο ίδιος ο Απόλλων, όταν υπηρετούσε… … Dictionary of Greek
εὔμαλοι — εὔμᾱλοι , εὔμαλος masc/fem nom/voc pl εὔμᾱλοι , εὔμηλος rich in sheep masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)